- προωδός
- η / προῳδός, ΝΑνεοελλ.στροφή που χρησιμεύει ως προεισαγωγή σε άσμααρχ.1. μουσ. προοίμιο, προανάκρουσμα2. βραχύς στίχος πριν από έναν ή περισσότερους μακρούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. παρ-ῳδός].
Dictionary of Greek. 2013.