προωδός

προωδός
η / προῳδός, ΝΑ
νεοελλ.
στροφή που χρησιμεύει ως προεισαγωγή σε άσμα
αρχ.
1. μουσ. προοίμιο, προανάκρουσμα
2. βραχύς στίχος πριν από έναν ή περισσότερους μακρούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. παρ-ῳδός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προῳδός — prelude masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προωιδοῦ — προῳδός prelude masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προωιδόν — προῳδός prelude masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προωιδός — προῳδός prelude masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῳδοί — προῳδός prelude masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῳδοῦ — προῳδός prelude masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῳδῷ — προῳδός prelude masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προῳδόν — προῳδός prelude masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προωδικός — ή, όν, Α [προῳδός] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην προῳδό, στο προανάκρουσμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”